παρακαλύπτω

From LSJ
Revision as of 10:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακᾰλύπτω Medium diacritics: παρακαλύπτω Low diacritics: παρακαλύπτω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: parakalýptō Transliteration B: parakalyptō Transliteration C: parakalypto Beta Code: parakalu/ptw

English (LSJ)

   A cover by hanging something beside, cloak, disguise, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plu.Demetr.52:—Med., cover one's face, Pl.R.439e, Plu.Alc.34; πρὸς τὸ δεινόν Id.Pomp.60 (Act. in same sense, Id.Per.35): metaph., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου veiling itself, Pl.R.503a, cf. Plu.2.370f; π. τὴν ἀλήθειαν Ph.2.196; set aside, ignore, τὸν θεόν ib.189.

German (Pape)

[Seite 481] bedecken, verhüllen, eigtl. indem man Etwas daneben, davor hält, auch übertr.; Plat. Rep. VI, 503 a; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακᾰλύπτω: καλύπτω, ἀναρτῶν τι πλησίον, σκεπάζω, κρύπτω, ὑποκρύπτω, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., καλύπτω τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε.