μελοκοπέω
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
A mutilate, Ptol.Tetr.201 (Pass.), Vett.Val.6.21 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 127] Glieder abhauen, oder zerhauen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελοκοπέω: κόπτω τὰ μέλη, ἀκρωτηριάζω, Πτολεμ. Τετράβ. 201· - ἐντεῦθεν, -κόπησις, ἡ, ἀποκοπὴ μελῶν, ἀκρωτηριασμός, Πρόκλ. παράφρασ. Πτολ. σελ. 280· καὶ -κοπία, ἡ, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Γ΄, 1).