κολοσσοποιός
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ὁ,
A maker of colossal statues, Hero *Deff.135.13.
German (Pape)
[Seite 1475] Kolosse machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κολοσσοποιός: -όν, κατασκευάζων κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἢ ἀνδριάντας, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ. Ὀπτικ.