μοναστήριον
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 201] τό, Ort zum einsamen Leben, Kloster, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
μοναστήριον: τό, μονήρης κατοικία, Φίλων 2. 475· ― μοναστήριον, κατοικία μοναχῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8729, κ. ἀλλ.