ἀξιόπιστος

From LSJ
Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιόπιστος Medium diacritics: ἀξιόπιστος Low diacritics: αξιόπιστος Capitals: ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: axiópistos Transliteration B: axiopistos Transliteration C: aksiopistos Beta Code: a)cio/pistos

English (LSJ)

ον,

   A trustworthy, Pl.Alc.1.123b; ἀ. ἄν εἰκότως φαίνοιτο D.1.3; κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.HA606a8, al.; ἀ. εἴς τι X.Mem. 1.5.2; ναύλοχα ἀ. πρὸς τοσαύτην ναυτιλίαν sufficient for .., Plu.Caes. 58: Comp., Phld.Mus.p.77 K.    2 of evidence, trustworthy, Arist. GA741a37. Adv. -τως, ἀ. συνῶπται 741a34.    3 in bad sense, plausible, in Adv. -τως Timae.70, Gal.17(2).139.

German (Pape)

[Seite 270] glaubwürdig, Plat. Alc. I, 123 a; εἴς τι Xen. Mem. 1, 5, 2; zuverlässig, Dem. 1, 3; Plut. oft. – Adv. -πίστως, Cic. Att. 13, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόπιστος: -ον, ὁ ἄξιος πίστεως, ἀξιόπιστος, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123B· ἀξιόπιστος ἂν εἰκότως φαίνοιτο Δημ. 10. 5· Κτησίας οὐκ ὤν ἀξιόπιστος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 28, 4, κ. ἀλλ.· ἀξ. εἴς τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 2· ἀξ. πρὸς τὴν τοσαύτην ναυτιλίαν, ἱκανός, ἀρκετός, Πλουτ. Καῖσ. 58. 2) τὸ ἐκ πείρας καθιστάμενον ἄξιον πίστεως, ἀλλὰ τούτων μὲν οὐ πεῖραν ἔχομεν ἀξιόπιστον Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 5, 7· ὅσων ἀξιόπιστον ἔχομεν τὴν πεῖραν αὐτόθι 4. 10: - οὕτως, ἐπίρρ. -τως, ὅπερ ἀξιοπίστως μὲν οὐ συνῶπται μέχρι γε τοῦ νῦν π. Ζ. γεν. 2, 5. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ φαινόμενος ἀξιόπιστος, εὐλογοφανής, Ἐκκλ.: - καὶ ἐπίρρ. -τως Τίμαι. 70.