ἀξιόπιστος
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
English (LSJ)
ἀξιόπιστον,
A trustworthy, Pl.Alc.1.123b; ἀ. ἄν εἰκότως φαίνοιτο D.1.3; κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.HA606a8, al.; ἀξιόπιστος εἴς τι X.Mem. 1.5.2; ναύλοχα ἀ. πρὸς τοσαύτην ναυτιλίαν sufficient for .., Plu.Caes. 58: Comp., Phld.Mus.p.77 K.
2 of evidence, trustworthy, Arist. GA741a37. Adv. ἀξιοπίστως = in a trustworthy manner, ἀ. συνῶπται 741a34.
3 in bad sense, plausible, in Adv. ἀξιοπίστως = plausibly Timae.70, Gal.17(2).139.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. digno de crédito o de confianza ἀνήρ Pl.Alc.1.123b, SB 9456.12, ἄνθρωπος ... ἀξιόπιστος δ' ἂν εἰκότως φαίνοιτο D.1.3, Κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.HA 606a8, ὅταν οὕτω λεχθῇ ὁ λόγος ὥστε ἀξιόπιστον ποιῆσαι τὸν λέγοντα cuando el lenguaje es usado de tal forma que hace digno de fe al que habla Arist.Rh.1356a5, de los filósofos, Phld.Mus.p.77K., de Alejandro, Luc.Alex.4, φύλακες PCair.Zen.361.11 (III a.C.), μάρτυρες PLond.1711.32 (VI d.C.), φιλόσοφος Ep.Diog.8.2, cf. Fauorin.de Ex.21.3, ἀ. εἰς ταῦτα X.Mem.1.5.2
•de cosas y abstr. digno de crédito, seguro ἦθος Pl.Ep.323a, πεῖρα Arist.GA 741a37, ναύλοχα πρὸς τοσαύτην ἀξιόπιστα ναυτιλίαν Plu.Caes.58, cf. Plu.2.68c, πράγματα M.Ant.6.13, κατηγορία D.C.74.9.5 (p.345), ὁ πρόσωπος Charito 6.9
•leal, benevolente ἀξιοπιστότερά ἐστιν τραύματα φίλου ἢ ἑκούσια φιλήματα ἐχθροῦ LXX Pr.27.6
•subst. τὸ ἀ. credibilidad τὸ τῆς ἐπαγγελίας αὐτῶν ἀξιόπιστον Plb.3.44.7.
2 capaz de creer ἵνα ... ἀξιοπίστους αὐτοὺς ἐργάσηται Chrys.M.62.207.
II subst. ἀξιόπιστον, τό autoridad, prestigio τὸ γεραιὸν τῆς ἡλικίας καὶ ἀξιόπιστον οὐκ ἐπικαλυπτέον Clem.Al.Paed.3.11.63.
III adv. ἀξιοπίστως
1 de forma digna de crédito ἀξιοπίστως συνῶπται Arist.GA 741a34.
2 verosímilmente ταῦτα λέγειν Timae.156, κελεύειν ἀ. Gal.17(2).139, τὰ αὐτῶν ... δοκεῖν εἶναι ἀληθῆ ἀ. Plot.2.9.10.
German (Pape)
[Seite 270] glaubwürdig, Plat. Alc. I, 123 a; εἴς τι Xen. Mem. 1, 5, 2; zuverlässig, Dem. 1, 3; Plut. oft. – Adv. ἀξιοπίστως, Cic. Att. 13, 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de foi ou de confiance.
Étymologie: ἄξιος, πίστις.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιόπιστος: заслуживающий доверия, надежный (Plat., Arst., Dem., Anth.; εἴς τι Xen. и πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόπιστος: -ον, ὁ ἄξιος πίστεως, ἀξιόπιστος, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123B· ἀξιόπιστος ἂν εἰκότως φαίνοιτο Δημ. 10. 5· Κτησίας οὐκ ὤν ἀξιόπιστος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 28, 4, κ. ἀλλ.· ἀξ. εἴς τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 2· ἀξ. πρὸς τὴν τοσαύτην ναυτιλίαν, ἱκανός, ἀρκετός, Πλουτ. Καῖσ. 58. 2) τὸ ἐκ πείρας καθιστάμενον ἄξιον πίστεως, ἀλλὰ τούτων μὲν οὐ πεῖραν ἔχομεν ἀξιόπιστον Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 5, 7· ὅσων ἀξιόπιστον ἔχομεν τὴν πεῖραν αὐτόθι 4. 10: - οὕτως, ἐπίρρ. -τως, ὅπερ ἀξιοπίστως μὲν οὐ συνῶπται μέχρι γε τοῦ νῦν π. Ζ. γεν. 2, 5. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ φαινόμενος ἀξιόπιστος, εὐλογοφανής, Ἐκκλ.: - καὶ ἐπίρρ. ἀξιοπίστως Τίμαι. 70.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιόπιστος, -ον)
αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη, που θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός
αρχ.
1. αρκετός
2. όποιος έχει αποδειχθεί από την πείρα ότι αξίζει να τον εμπιστεύεται κανείς
3. εκείνος που δίνει την απατηλή εντύπωση ότι είναι αξιόπιστος.
Greek Monotonic
ἀξιόπιστος: -ον, έμπιστος, εχέμυθος, αξιόπιστος, σε Πλάτ., Δημ.· εἴςτι, σε κάτι, σε Ξεν.
Middle Liddell
trustworthy, Plat., Dem.; εἴς τι in a thing, Xen.
Translations
trustworthy
Arabic: ثِقَةٌ; Egyptian Arabic: امين; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: betrouwbaar; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: de confiance, digne de confiance, digne de foi, fiable; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: vertrauenswürdig, glaubwürdig; Greek: αξιόπιστος; Ancient Greek: ἀληθινός, ἀξιόπιστος, ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως, βέβαιος, δόκιμος, ἔμπιστος, εὔπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, κεδνός, πιστευτός, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: affidabile, attendibile, credibile, fidato; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរឱ្យទុកចិត្ត; Latin: fidus; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: confiável; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: надёжный, благонадёжный, достоверный, верный; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: fidedigno, fiable, de confianza, confiable, de fiar; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний