ἐμπολή
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ἡ, Arc. ἰνπολά IG5(2).3.27 (pl., Tegea, iv B.C.):—
A merchandise, Pi.P.2.67, Ar.Ach.930 (lyr.); ὁλκάδας γεμούσας . . ἐμπολῆς X.HG5.1.23: metaph., μέλεον ἐ. E.Hyps Fr.41(64).87 (lyr.): pl., wares, IGl.c. II traffic, purchase, E.IT 1111 (lyr.), X.Cyr.6.2.39: pl., ventures, S.Fr.555.4. III gain made by traffic, profit, ἀναθέμεν τῷ' Ἀσκλαπιῷ τὰς ἐ. τῶν ἰχθύων Ἀρχ. Ἐφ. 1918.168 (Epid., iv B.C.), cf. Palaeph.45; esp. harlot's hire, Artem.1.78 (pl.), D.C.79.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 816] ἡ, das, womit Handel getrieben wird, Kaufmannsgut; Pind. P. 2, 67; Xen. Hell. 5, 1, 23; der Handel, Cyr. 6, 2, 39; das durch den Handel Erworbene, Gewinn, Sp.; besonders der Gewinn der Huren u. der Hurenwirthe, Artem. 1, 78 D. C. 79, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολή: ἡ, ἐμπόλημα, ἐμπόρευμα, φορτίον, Πινδ. Π. 2. 125, Ἀριστοφ. Ἀχ. 930 ὁλκάδας γεμούσας... ἐμπολῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀποσπ. 499. ΙΙ. ἐμπόριον, ὠνή, ἀγορασία, Εὐρ. Ι Τ. 1111, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 39. ΙΙΙ. κέρδος προελθὸν ἐκ τοῦ ἐμπορίου, χρήματα, Παλαίφ. 46. 3, ἴδε σημ. Πιερσῶνος ἐν Μοιρ. σ. 155· ὁ μισθὸς πόρνης, Ἀρτεμίδ. 1. 78, Δίων Κ. 79. 13.