ἑτεροκρανία

From LSJ
Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροκρᾱνία Medium diacritics: ἑτεροκρανία Low diacritics: ετεροκρανία Capitals: ΕΤΕΡΟΚΡΑΝΙΑ
Transliteration A: heterokranía Transliteration B: heterokrania Transliteration C: eterokrania Beta Code: e(terokrani/a

English (LSJ)

ἡ,

   A pain on one side of the head (cf. ἡμικρανία), Archig. ap. Gal.8.94, Aret.CD1.2, etc. (also ἑτερο-κράνιον, τό, Gal.14.400). Adj. ἑτερο-κρᾱνικός, ή, όν, liable to such pain, Antyll. ap. Orib.10.19.1.

German (Pape)

[Seite 1049] ἡ, Kopfweh an einer Seite des Kopfes, Medic., auch ἑτεροκρανικός, daran leidend.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροκρᾱνία: ἡ, πόνος κατὰ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἡμικρανία), Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλ. τ. 3 σ. 263· ὡσαύτως ἑτερκράνιον, τό, Γαλην. τ. 14 σ. 400, 13· ἐπίθ. ἑτεροκρανικός, ή, όν, ὑποκείμενος εἰς ἑτεροκρανίαν, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 309. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.