τρίγληνος
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ον, in Hom. as epith. of ear-rings,
A ἕρματα τρίγληνα Il. 14.183, Od.18.298: ancient critics (cf. Sch. ad loc.) expld. it (1) from γλήνεα (Il.24.192), = ἀξιοθέατα, or (2) = τρίκοκκα, i. e. with three berry-shaped ornaments, or (3) = ἐκ τριῶν ζῳδίων συγκείμενα, or (4) = τριόφθαλμα, like Att. τριοττίδες; and in other ways. It is prob. formed from γλήνη as τρίκλινος fr. κλίνη, etc., but the sense remains uncertain. II three-eyed, of Hecate, Ath.7.325a.
German (Pape)
[Seite 1141] mit drei Augen, von der Hekate, Ath. VII, 325 a. Bei Hom. von Ohrgehängen, ἕρματα τρίγληνα, Il. 14, 183 Od. 18, 298, mit drei Bildchen, Zierrathen, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 183 Lehrs Aristarch ed. 2 p. 152.
Greek (Liddell-Scott)
τρίγληνος: -ον, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθετ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα τρίγληνα (πιθ. ἐκ τοῦ γλῆνος) ἔχοντα τρεῖς λαμπροὺς καὶ ἀκτινοβολοῦντας λίθους, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πολλῆς θέας ἄξια», Ἰλ. Ξ. 183˙ ἕρματα δ’ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν τρίγληνα Ὀδ. Σ. 298, ἔνθα ἴδε Εὐστ. καὶ ἄλλους Σχολιαστ., πρβλ. Lucas Quaest. Lexil. § 10˙ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ (ἐκ τοῦ γλήνη) ὡς τὸ αὐτὸ καὶ τριοττίς, μὲ τρεῖς ὀπὰς ἢ ὀφθαλμούς. ΙΙ. τριόφθαλμος, ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Ἀθήν. 325 Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγληνα˙Ϗ πολυθέατα˙Ϗ γλῆναι γὰρ οἱ ὀφθαλμοί˙Ϗ τρίκοκκα, τριόφθαλμα, πολυειδῆ».