ἐντύφω
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
[ῡ], fut. -θύψω,
A smoke as one does wasps, Ar.V.459:— Pass., smoulder, be on fire, Ph.1.455,al. II ἐντεθυμμέναι ἄμπελοι frost-bitten, EM458.42.
German (Pape)
[Seite 859] darin schmauchen, glimmen lassen, übh. anzünden, Ar. Vesp. 459. – Pass., darin rauchen, glimmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντύφω: ῡ: μέλλ. -θύψω, καπνίζω τι ὡς καπνίζουσι τοὺς σφῆκας, πνίγω διὰ τοῦ καπνοῦ, καὶ σὺ προσθεὶς Αἰσχίνην ἔντυφε τὸν Σελλαρτίου Ἀριστοφ. Σφ. 459. - Παθ., ὑποκαίομαι καπνίζων ἄνευ φλογός, κρυφοκαίω, σπινθὴρ καὶ ὁ βραχύτατος ἐντυφόμενος, ὅταν καταπνευσθείς, ζωπυρηθῇ, μεγάλην ἐξάτπτει πυρὰν Φίλων 1. 455.