ἄβαξ

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄβαξ Medium diacritics: ἄβαξ Low diacritics: άβαξ Capitals: ΑΒΑΞ
Transliteration A: ábax Transliteration B: abax Transliteration C: avaks Beta Code: a)/bac

English (LSJ)

[ᾰ], ᾰκος, ὁ,

   A slab, board:    1 reckoning-board, used for counting votes, Arist.Ath.69.1.    b board sprinkled with sand or dust for drawing geometrical diagrams, S.E.M.9.282, Iamb.Protr. 34 (pl.), VP5.22.    2 dice-board, Caryst.3.    3 sideboard, Ammon.Diff.1.    4 trencher, plate, Cratin.86, cf. BCH29.510 (Delos, iii B.C.).    II in Lat. form abacus, slab on capital of column, Vitr.3.5.5.    2 marble wall-slab, Id.7.3.10.    III v. ἀβακής.

German (Pape)

[Seite 2] (βάζω), sprachlos, Eust. ακος, ὁ, abacus (? die alten Gramm. ὁ μὴ βάσιν ἔχων, καταχρηστικῶς δὲ ἐπὶ τοῦ οἵου δή ποτε σανιδίου), 1) Brett, Tafel, a) Prunk-, Nipptisch. – b) Tafel zum Rechnen mit Steinchen (ψήφοις) u. Zeichnen mathematischer Figuren, Iambl. v. Pyth. 5 cf ἀβάκιον. – c) Tafel zum Brettspiel, zum Würfeln, Poll. 10, 156, wie Ath. X, 435 d. – d) überh. flacher Teller, βαλάνων Cratin. bei Poll. 1o, 165. – 2) ein Platz im Theater, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄβαξ: [ᾰ], ᾰκος, ὁ· Λατ. abacus: = πλάξ, σανίς· 1) λογιστικὴ πλὰξ ἢ σανὶς πρὸς γεωμετρικὰ σχήματα, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 5, Σέξτ. Ἐμπ. 447, 4, Βεκκ. καὶ ὑποκορ. ἀβάκιον, Λυσ. π. Πολυδ. 10. 105. Ἀλεξ. Ἀπεγλ. 1. 3. 2) παιγνιδίου σανίς, ἐφ’ ἧς ἔπαιζον τοὺς πεσσούς, Καρυστ. π. Ἀθ. 435 Δ, Ὑποκορ. ἀβάκιον Πολυδ. 10. 150. κυβευτοῦ σκεῦος καὶ 10, 106 χρῆσθαι δ’ ἔξεστι τῷ ὀνόματι καὶ ἐπὶ τοῦ ὀψοφόρου σκεύους. 3) τράπεζασανίς, ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο τὰ σκεύη, Ἀμμων. 4) δίσκος, τρυβλίον, Κρατῖν. Κλεοβ. 2. ΙΙ. μέρος ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἐν ὑποκορ. μορφῇ ἀβάκιον, Σουΐδ. ΙΙΙ. πρβλ. ἀβακίσκος.