ἀγχοῦ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
A = ἄγχι, near, freq. in Hom., usu. in phrase ἀγχοῦ δ' ἱσταμένη (or -ος) Il.2.172, al.; στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι ἀ. Od.17.526, cf. 19.271; ἀ. καθῆσθαι Archil.Supp.3.3, cf. S.Tr.962: twice c. gen., Il.24.709, Od.6.5: c. dat., Pi.N.9.40, Hdt.3.85: in late Prose, λόγοι ἀ. τούτων Philostr.V A6.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχοῦ: ἄγχι, πλησίον, Λατ. prope, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπόλ., καὶ ἐν ἀρχῇ στίχου, ἀγχοῦ δ’ ἱσταμένη, Ἰλ. Β. 172, πρβλ. Δ. 92, 303, καὶ ἀλλ.· ― ἀπολ., ὡσαύτ. παρὰ Σοφ. Τρ. 962, Ἀποσπ. 69, δὶς μ. γεν., Ἰλ. Ω. 789, Ὀδ. Ζ. 5, ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἀγχοῦ ἱστάμενος ἢ -μένη. πλὴν ἐν Ὀδ. Ρ. 526., Τ. 271, ὡσαύτως μ. δοτ., Πινδ. Ν. 9. 95, Ἡρόδ. 3. 85, ἀλλὰ πρβλ. ἄγχι· ― Οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν, ἴδε Λουκ. Νέρ. 9. Μεταγενέστεροι τύποι εἰσὶν ἀγχότερος, ἀγχοτάτω, ἅπερ ἴδε. (Ὅρα ἐν λ. ἄγχω.)