συναφικνέομαι
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
A arrive together, Epicur.Ep.1p.10U.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. ἱκνέομαι), mit od. zugleich an-od. zurückkommen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναφικνέομαι: ἀποθετ., ἀφικνοῦμαι, φθάνω ὁμοῦ, Διογ. Λ. 10. 47· τινι, μετά τινος, Ideler. Phys. 2. 353.