σταῖς

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταῖς Medium diacritics: σταῖς Low diacritics: σταίς Capitals: ΣΤΑΙΣ
Transliteration A: staîs Transliteration B: stais Transliteration C: stais Beta Code: stai=s

English (LSJ)

or σταίς (not στᾷς), τό, gen. σταιτός,

   A flour of spelt mixed and made into dough, Hdt.2.36, Hp.Art.38, Arist.Mete.386b14, Pr. 927b23, Thphr.Od.51, LXX Ex.12.34; εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σ. Eup. 332; also of dough in general, Gal.6.482,510,597.    II = στέαρ, ὄϊος σταῖς dub. l. in Hp.Nat.Mul.103 (οἰσύπην Littré); ἐν σταιτὶ τρίβειν Id.Mul.1.84 (perh. in sense 1).

Greek (Liddell-Scott)

σταῖς: ἢ σταὶς (οὐχὶ στᾴς), τό, γεν. σταιτός· - ἄλευρον ἔκ τινος εἴδους σίτου (ζειᾶς) μεθ’ ὕδατος ἀναμεμιγμένον καὶ εἰς φύραμα πεποιημένον, «ζυμάρι», Ἡρόδ. 2. 36, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 16, Προβλ. 21. 8, 1· εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 40· πρβλ. ζειά. ΙΙ. = στέαρ, ἄλειμμα, «ξύγγι», Ἱππ. 585. 3., 631. 41.