λαμπαδηδρομία
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ,
A torch-race, Sch.Ar.Ra.131 (pl.); cf. λαμπάς (A) 11.
German (Pape)
[Seite 11] ἡ, der Fackellauf, ein Wettrennen mit Fackeln, welche an den Schildern der Wettläufer auf einem Lichtträger angebracht waren, wobei es darauf ankam, am schnellsten zu laufen u. zugleich die Fackeln brennend zu erhalten; in Athen wurden solche an den Festen der Athene u. Artemis, des Hephästus, Pan u. Prometheus gehalten, vgl. Böckh's Staatshaush. I p. 496; Schol. Ar. Ran. 131.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπᾰδηδρομία: ἡ, Ἀθηναϊκὴ τελετὴ κατὰ τὰς ἑορτὰς τῶν θεῶν τοῦ πυρός, Προμηθέως, Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς, καθ’ ἣν οἱ λαμβάνοντες μέρος εἰς τὸν ἀγῶνα ἔφερον ἀνημμένας λαμπάδας ὑπὸ ἀσπίδων προφυλαττομένας ἀπὸ τοῦ κοινοῦ βωμοῦ τῶν θεοτήτων τούτων ἐν τῷ ἔξω Κεραμεικῷ μέχρι τῆς Ἀκροπόλεως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· μετὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον ὁ Πὰν ἐτιμᾶτο διὰ τοιαύτης τελετῆς, Ἡρόδ. 6. 105· μετέπειτα δὲ καὶ ἡ Ἄρτεμις, ὅτε καὶ ἵπποι κατὰ πρῶτον ἐτέθησαν εἰς χρῆσιν, Πλάτ. Πολ. 328Α· - ὁ ἀγὼν οὗτος ἐκαλεῖτο πολλάκις καὶ ἁπλῶς λαμπὰς (ἴδε σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτ.