ἀμπελεργάτης
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελεργάτης: ὁ, ἀμπελουργός, Κωνστ. Μανασσ. Χρο. 6, 708.
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
ἀμπελεργάτης: ὁ, ἀμπελουργός, Κωνστ. Μανασσ. Χρο. 6, 708.