ἀσκαλώπας

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκαλώπας Medium diacritics: ἀσκαλώπας Low diacritics: ασκαλώπας Capitals: ΑΣΚΑΛΩΠΑΣ
Transliteration A: askalṓpas Transliteration B: askalōpas Transliteration C: askalopas Beta Code: a)skalw/pas

English (LSJ)

ὁ, prob.

   A woodcock, Scolopax ruricola, Arist.HA617b23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαλώπας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ ὅπερ ὁ Ἀριστοτέλης (Ἱστ. Ζ. 9. 26) περιγράφει λεπτομερῶς ὡς ἑξῆς: ἀσκαλώπας δ’ ἐν τοῖς κήποις ἁλίσκεται ἕρκεσιν· τὸ μέγεθος ὅσον ἀλεκτορίς, τὸ ῥύγχος μακρόν, τὸ χρῶμα ὅμοιον ἀτταγῆνι· τρέχει δὲ ταχὺ καὶ φιλάνθρωπόν ἐστιν ἐπιεικῶς. - ἐν Κρήτῃ τανῦν εἶδος γλαυκὸς ὀνομάζεται σκλῶπα.