διάφρυκτος
From LSJ
Full diacritics: διάφρυκτος | Medium diacritics: διάφρυκτος | Low diacritics: διάφρυκτος | Capitals: ΔΙΑΦΡΥΚΤΟΣ |
Transliteration A: diáphryktos | Transliteration B: diaphryktos | Transliteration C: diafryktos | Beta Code: dia/fruktos |
ον,
A parched, of beans used in voting, Hsch.:—hence δια-φρυκτόω, vote or cast lots, Id., EM271.50, Suid.
διάφρυκτος: -ον, (κύαμος) = ψῆφος, κλῆρος, «ὁ γὰρ κύαμος παρ’ Ἀθηναίοις φρυκτός, ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.