ἀδαμαντόδετος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ον,
A iron-bound, λῦμαι A.Pr.148,426(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδᾱμαντόδετος: -ον, ὁ διὰ δεσμῶν ἐκ χάλυβος δεδεμένος, ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις, Αἰσχύλ. Πρ. 148, 426 (λυρ.).