ἐπανορθωτής
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A corrector, restorer, τοῦ κάμνοντος D.H.8.67; of writings, Gal.7.894; τῶν τρόπων, = Lat. corrector morum, D.C.54.30; also, = Lat. corrector civitatis, IG4.1417 (Epid.), 5(1).541 (Sparta), 7.91 (Megara).
German (Pape)
[Seite 903] ὁ, der Verbesserer, Wiederhersteller, τοῦ κάμνοντος D. Hal. 8, 67, τῶν τρόπων D. Cass. 54, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανορθωτής: -οῦ, ὁ, βοηθός, ἔφεδρος, ἕτοιμος νὰ ἐπανορθώσῃ ἀπώλειαν ἢ βλάβην γενομένην εἰς μέρος τι τοῦ στρατοῦ ὑπὸ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, ἐπανορθωτὰς τοῦ κάμνοντος, δηλ. τοῦ πάσχοντος μέρους τοῦ στρατοῦ ὑπὸ τῶν πολεμίων καὶ ἔχοντος χρείαν βοηθείας καὶ ἐπανορθώσεως, Διον. Ἁλ. 8. 67· ἐπανορθωτὴς τῶν τρόπων... αἱρεθείς, ἀξίωμα παρὰ Ρωμαίοις, Δίων Κ. 54. 30· ἐπανορθωτὴν Ἀχαιίας Συλλ. Ἐπιγρ. 1624. ― Ἐπίρρ. ἐπανορθωτικῶς Σχόλ. Βαυαρ. εἰς Δημ. σ. 37. 22.