μεσεγγυητής

From LSJ
Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

German (Pape)

[Seite 137] ὁ, der Bürge (?).

Greek (Liddell-Scott)

μεσεγγυητής: -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον πρόσωπον παρ’ ᾧ εἶναι κατατεθειμένη παρακαταθήκη τις ὡς ἐγγύησιςἀσφάλεια, (μεσεγγύημα) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην».