κατασβέννυμι

From LSJ
Revision as of 11:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασβέννῡμι Medium diacritics: κατασβέννυμι Low diacritics: κατασβέννυμι Capitals: ΚΑΤΑΣΒΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katasbénnymi Transliteration B: katasbennymi Transliteration C: katasvennymi Beta Code: katasbe/nnumi

English (LSJ)

or κατασβεννύω, Ion. aor. inf.

   A -σβῶσαι Herod.5.39:—put out, quench, κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Il.21.381, cf. 16.293 (tm.), E. Or.697, etc.: metaph., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? A.Ag.958, cf. Th.584; κ. βοήν, ἔριν, quell noise, strife, S.Aj.1149, OC422; ἀνομίαν Critias 25.40 D.; τὰς ἡδονάς Pl. Lg.838b; τὴν δυσχέρειαν Id.Prt.334c; τὴν ταραχήν X.Cyr.5.3.55; Χολήν Herod. l. c.; κ. τὰ τραύματα heal them, Luc.DMar.11.1.    II Pass., fut. -σβήσομαι (v. infr.), with aor. 2 and pf. Act., go out, be quenched, καιόμενον τὸν Χρυσὸν κατασβῆναι (aor. 2) Hdt.4.5; κατασβεσθῆναι τὴν πυρήν Id.1.87; ὁ κάνθαρος (i. e. the Sun) -σβήσεται PMag.Lend.V.2.18: metaph., κλαυμάτων πηγαὶ . . κατεσβήκασι A.Ag. 888; of tumours, κατέσβη Hp.Epid.1.1; κατασβεννύμενος, of passion, Pl.R.411c; κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν Plu.2.168f; of the wind, Id.Tim.19.

German (Pape)

[Seite 1377] (s. σβέννυμι), auslöschen; κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Il. 21, 381, öfter in tmesi; erschöpfen, austrocknen, θάλασσαν Aesch. Ag. 932, πηγήν Spt. 556; perf. intrans., κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασι, sind versiegt, Ag. 862; πῦρ κατασβέσεις Ar. Lys. 375. Uebertr., χειμὼν κατασβέσειε τὴν πολλὴν βοήν, das Geschrei stillen, Soph. Ai. 1128; ἔριν O. C. 423; σμικρὸν ῥῆμα κατασβέννυσι τὰς ἡδονάς Plat. Legg. VIII, 838 b; τὴν δυσχέρειαν κατασβέσαι Prot. 334 c; ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενόν τε καὶ κατασβεννύμενον θυμόν Rep. III, 411 c; κατασβεσθέν Tim. 49 c; τὴν ταραχήν Xen. Cyr. 5, 3, 55; κατέσβεστο Plut. Ant. 83. – Intrans. aor. II., καιόμενον τὸν χρυσὸν κατασβῆναι Her. 4, 5; perf. s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

κατασβέννῡμι: -ύω: μέλλ. -σβέσω. Ἐντελῶς «σβύνω», Λατ. extinguere, κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Ἰλ. Φ. 381, πρβλ. Π. 293, Ω. 791, Εὐρ.· τοὺς λύχνους κατασβέσας Ἀριστοφ. Σφ. 225, κλ.·― μεταφορ., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; τίς θὰ τὴν ἀποξηράνῃ; (πρβλ. ἄσβεστος πόρος Πρ. 452), Αἰσχύλ. Ἀγ. 958, πρβλ. Θήβ. 584· κ. βοήν, ἔριν, καταπαύω θόρυβον, ἔριν, Σοφ. Αἴ. 1149, Ο. Κ. 422· ἀνομίαν Κριτίας 9. 40· τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 838Β· τὴν δυσχέρειαν Πρωτ. 334C· τὴν ταραχὴν Ξεν. Κύρ. 5. 3, 55· κ. τὰ τραύματα, θεραπεύω, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 1· αἱ ἀθυμίαι κ. τὰς ἐλπίδας Πλουτ. Ἠθ. 129Β· λοιδορίαν κατασβέσαι 713Ε. ΙΙ. Παθ., κατασβεσθῆναι τὴν πυρὴν Ἡρόδ. 1. 87·― μετὰ παθ. σημασ. καὶ ὁ ἀόρ. κατέσβην καὶ ὁ πρκμ. κατέσβηκα, ὁ χρυσὸς κατέσβη, ἀντίθ. καίεσθαι, Ἡρόδ. 4, 5·― μεταφορ., κλαυμάτων πηγαὶ… κατεσβήκασι, τὰ δάκρυα ἐξηράνθησαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 888· ἐπὶ πυρετοῦ, κατέσβη Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 938· ἀντίθετ. τῷ ἐρεθίζομαι, ἀπὸ μικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὶ κατασβεννύμενος θυμὸς Πλάτ. Πολ. 411C· ἐξαθυμήσας καὶ κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν ἑαυτὸν ἀπέσφαξεν, κατασβεσθεισῶν τῶν ἐλπίδων…, Πλούτ. 2. 168F· κατέσβεστο ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 83· περὶ τοῦ ἀνέμου ὁ αὐτ. ἐν Τιμολ. 19.