ἀντιπέραν
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
Ion. ἀντιπέρ-ην, Adv.
A = ἀντιπέρᾱς, v.l. in X.HG6.2.9, cf. A.R.2.177,al.; also κατ' ἀντιπέραν, c. gen., Plb.9.41.11. II Adj., Ἀσίδα τ' ἀντιπέρην τε Asia and the opposite coast, Mosch.2.9.
German (Pape)
[Seite 258] ion. ἀντιπέρην, p. ἀντιπέρα, jenseits, gegenüber, auf der entgegengesetzten Seite, ἡ ἀντιπέραν ἤπειρος Xen. Hell. 6, 2, 6; τινός, z. B. κατ' ἀντιπέραν τῆς χώρας Pol. 9, 41; Sp. auch τινί – Vgl. noch Mosch. 2, 9 Ἀσιάδ', ἀντιπέρην τε.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπέρᾱν: Ἰων. -ην. ― Ἐπίρρ. = ἀντιπέρᾱς, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 9. ΙΙ. ἐπίθ., Ἀσίδα τ’ ἀντιπέρην τε, Ἀσίαν τε καὶ τὴν ἀπέναντι παραλίαν, Μόσχ. 2. 9. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 246-250.
French (Bailly abrégé)
adv.
de l’autre côté, en face de ; ἡ ἀντιπέραν ἤπειρος le continent opposé.
Étymologie: ἀντί, πέρα.