Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
[Seite 575] beinahe der letzte, Her. 1, 86. 5, 101 u. Sp.
η, ον :extrême ; τὰ περιέσχατα les extrémités tout autour.Étymologie: περί, ἔσχατος.