ἀντικατατείνω
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
A make counter-extension, Hp.Fract. 14, Art.3. II metaph., ἂν ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον if we speak setting speech directly in contrast with speech against him, Pl.R.348a, cf. Plu.2.669e.
German (Pape)
[Seite 253] dagegen anspannen, sich anstrengen, -τείναντες λέγωμεν, mit Nachdruck dagegen sprechen, Plat. Rep. I, 348 a; ohne λέγειν Plut. Symp. 4, 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικατατείνω: ἐκτείνω ἕλκων ἐπὶ τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761, π. Ἄρθρ. 781: μεταφ., διισχυρίζομαι, διατείνομαι ἐναντίον τινὸς, ἂν ... ἀντικατατείναντες λέγωμεν αὐτῷ λόγον παρὰ λόγον Πλάτ. Πολ. 348Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 669F.