δυνατέω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
A = δύναμαι, δυνατήσει τὸ συμβαῖνον ἴσχειν Phld.Sign. 11. 2 to be mighty, 2 Ep.Cor.13.3.
German (Pape)
[Seite 673] viel vermögen, N. T, Ggstz ἀσθενέω.
Greek (Liddell-Scott)
δῠνᾰτέω: εἶμαι δυνατός, ἰσχυρός, Β. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιγ’, 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être puissant.
Étymologie: δυνατός.