λέχριος

From LSJ
Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχριος Medium diacritics: λέχριος Low diacritics: λέχριος Capitals: ΛΕΧΡΙΟΣ
Transliteration A: léchrios Transliteration B: lechrios Transliteration C: lechrios Beta Code: le/xrios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Call.Del.236: (v. λικριφίς):—

   A slanting, crosswise, with a Verb, λ. ὀκλάσας S.OC195 (lyr.); λ. ἐκπεσεῖν, χωρεῖν, E.Hec.1026 (lyr.), Med.1168; τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας X.Cyn.4.3: metaph., πάντα γὰρ λ. τἀν χεροῖν all the business in hand is cross, S.Ant.1345 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 36] eigtl. hingelehnt, in die Quere, schräg, von der Seite, wie Soph. O. C. 196 sagt λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λᾶος βραχὺς ὀκλάσας, auf den Stein zur Seite setze dich; übertr., πάντα γὰρ λέχρια τἂν χεροῖν, Ant. 1325, wo der Schol. πλάγια καὶ πεπτωκότα erkl., Alles liegt darnieder; λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα, Eur. Med. 1168, vgl. Hec. 1025; sp. D., τυτθὸν ἀποκλίνασα καρήατα λέχριος εὕδει Callim. Del. 236; διαδὺς λέχριος ἐν θαλάμῳ Agath. 8 (V, 294); einzeln auch in Prosa, τιθεῖσαι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Xen. Cyn. 4, 3; Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
couché de côté, oblique, incliné.
Étymologie: R. Λεχ, être oblique ; cf. λοξός.