ἀποτίμημα

From LSJ
Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτῑμημα Medium diacritics: ἀποτίμημα Low diacritics: αποτίμημα Capitals: ΑΠΟΤΙΜΗΜΑ
Transliteration A: apotímēma Transliteration B: apotimēma Transliteration C: apotimima Beta Code: a)poti/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mortgaged property, security, Lys.Fr.84S., Is.6.36, D.30.7, IG2.1059.4.

German (Pape)

[Seite 331] τό, das Abgeschätzte; ein abgeschätztes, zur Sicherheit angenommenes Unterpfand, vgl. Böckh Staatsh. I S. 158 und Harpocr., bes. bei Heirathsanträgen üblich, Poll.; vgl. Dem. 30, 7; Is. 6, 36 καθιστάναι; ἀποτίμημα καθειστήκει τῷ παιδί, es war ihm statt der Bezahlung verpfändet, Dem. 49, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτίμημα: τό, ἐνέχυρον ἀποτιμηθέν, δηλ. ὅπερ ἐξετιμήθη ὑπὸ τῶν ἀποσταλέντων ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος ἐκτιμητῶν, Λυσ. παρ’ Ἁρπ., Ἰσαῖος 59. 46, Δημ. 866. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 103, κ. ἀλλ. ἴδε Βοικχ. Πολ. Οἰ. σ. 191Ε, Ἀποσπ., καὶ πρβλ. τὸ ῥῆμα ἀποτιμάω ΙΙΙ. 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bien grevé d’hypothèque.
Étymologie: ἀποτιμάω.