γραμματοδιδάσκαλος

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source

English (LSJ)

ὁ,

   A schoolmaster, SIG578.8 (Teos), Telesp.50 H., Phld. Acad.Ind.p.24 M., Plu.Alc.7, Porph.Plot.3,BGU1214.4; cf. γραμμοδιδασκαλίδης.

German (Pape)

[Seite 504] ὁ, = γραμματιστής, Plut. Alc. 7 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοδῐδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 15·― γραμμοδιδασκαλίδης Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Β· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 669.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maître d’école.
Étymologie: γράμμα, διδάσκαλος.