δύνω
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
German (Pape)
[Seite 673] = δύομαι. Bei Homer nur praes. u. impft., z. B. Iliad. 15, 219. 17, 202. 392 Odyss. 7, 81. 11, 579. Vgl. ἀποδύνω und ἐξαποδύνω. – Xen. An. 2, 2, 3 ἡλίου δύνοντος; Gesetz bei Aesch. 1, 12 πρὸ ἡλίου δύνοντος; Aesch. Suppl. 255 πρὸς δύνοντος ἡλίου; Soph. Phil. 1381 ἥλιος δύνῃ; Polyb. 9, 15, 9 δύνοντος τούτου (τοῦ ἡλίου); Aelian. V. h. 4, 1 ἡλίου δύνοντος; Paus. 2, 11, 7 μετὰ ἥλιον δύνοντα; Maneth. 4, 87 δύνοντος δ' ἄστροιο σεληναίης; 5, 94 ἢ δύνοντες ὁμοῦ (Mercur u. Mars) ἢ καὶ ὑπόγειοι ἐόντες; 6, 380 κέντρῳ ὕπερθ' ὥρης ἢ καὶ δύνοντι βεβῶτες. Es finden sich die Lesarten δύναντος, δύναντι, δύναντα, δύναντες; wahrscheinlich aber sind diese Aoristformen zu verwerfen, u. überall die Präsensformen δύνοντος u. s. w. vorzuziehen.
Greek (Liddell-Scott)
δύνω: δύομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.
1 s’enfoncer, se plonger : πόντον IL, ἐς θάλασσαν HDT dans la mer ; δύνοντος ἡλίου XÉN litt. le soleil se plongeant (dans la mer), càd au coucher du soleil ; ἡλίου δύναντος ÉL après le coucher du soleil;
2 pénétrer dans, entrer dans : δ. δόμον OD s’engager dans une maison ; ἔντεα, τεύχεα δύνειν HOM ou ἐν τεύχεσσιν δύνειν IL revêtir des armes ; fig. ἄχος ἔδυνεν ἦτορ IL, ὀδύναι δῦνον μένος IL la douleur pénétra dans son cœur.
Étymologie: R. Δυ, cf. δύω, δύομαι.