ἄϊστος

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄϊστος Medium diacritics: ἄϊστος Low diacritics: άϊστος Capitals: ΑΪΣΤΟΣ
Transliteration A: áïstos Transliteration B: aistos Transliteration C: aistos Beta Code: a)/i+stos

English (LSJ)

ον, (ἰδεῖν) :—poet. Adj.

   A unseen, καί κέ μ' ἄ. ἀπ' αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ Il.14.258; κεῖνον μὲν ἄ. ἐποίησαν περὶ πάν των Od.1.235; οἴχετ' ἄ., ἄπυστος ib.242; ὤλετ' ἄκλαυτος, ἄϊστος A.Eu.565; βωμοὶ δ' ἄϊστοι Id.Pers.811; ἐν ἀΐστοις τελέθων Id.Ag.466; ἀποτρέψειεν ἄϊστον ὕβριν (prolept.) Id.Supp.881; ἄ. ἀείραο A.R.4.746. Adv. ἀΐστως, θυμὸν ὄλεσσαν utterly, Man.3.263, cf. 28.    II Act., unconscious of, ἄτας ἐμᾶς ἄϊστος E.Tr.1314, cf. 1321.

Greek (Liddell-Scott)

ἄϊστος: -ον, συνῃρ. ᾆστος, Αἰσχύλ. (ἰδεῖν, πρβλ. ἀϊδής, ἀΐδηλος): = ποιητ. ἐπίθ., ἀόρατος, ἄφαντος· καί κέ μ’ ἄϊστον ἀπ’ αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ, Ἰλ. Ξ. 258· κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάτων, Ὀδ. Α. 235· ᾤχετ’ ἄϊστος, ἄπυστος, αὐτόθι 242· ὤλετ’ ἄκλαυτος, ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· βωμοὶ δ’ ἄϊστοι, ὁ αὐτ. Πέρσ. 811· ἐν ἀΐστοις τελέθων, ὁ αὐτ. Ἀγ. 465· ἀποτρέψειεν ἄϊστον ὕβριν (προληπτικῶς ἀντὶ τοῦ ὥστε εἶναι ἄϊστον), ὁ αὐτ. Ἱκ. 881, πρβλ. Πρ. 910: ― μεταγεν. ἐπίρρ. ἀΐστως, θυμόν ὄλεσσαν ― ἀδόξως, ἀσήμως, Μανέθ. 3. 263. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ γινώσκων τι, ἄτας ἐμᾱς ἄϊτος, Εὐρ. Τρῳ. 1313, πρβλ. 1321. 2) παρὰ Στησιχ. Ἀποστ. 97 (Kleine) εἶνε ἀμφίβολ. ὡς ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, ἴδε Δινδ. εἰς Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 964· Bgk ad Lampr. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
p. contr. αἶστος;
1 devenu invisible, qui a disparu, anéanti;
2 qui ne connaît pas, gén..
Étymologie: ἀ, ἰδεῖν.