ἀνθρηνιώδης
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
German (Pape)
[Seite 234] ες, zellenartig, Plut. qu. nat. 19 καὶ πολύπορος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρηνιώδης: -ες, παρόμοιος ἀνθρηνίῳ, δηλ. μὲ κηρήθραν, ἀνθρ. καὶ πολύπορος Πλούτ. 2. 916Ε.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un nid de bourdons, càd disposé en cellules.
Étymologie: ἀνθρήνιον, -ωδης.