ἀνωθέω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωθέω Medium diacritics: ἀνωθέω Low diacritics: ανωθέω Capitals: ΑΝΩΘΕΩ
Transliteration A: anōthéō Transliteration B: anōtheō Transliteration C: anotheo Beta Code: a)nwqe/w

English (LSJ)

   A push up or forth, ἀνώσαντες πλέον (sc. ναῦν) they pushed off from shore and sailed, Od.15.553; ἀ. τὴν πόλιν εἰς τοὺς πολεμίους Th.8.93:—Pass., to be thrust upwards, Arist.Pr.931b35.    2 push back, Hp.Art.80; ὅστις σῖτον . . ἐσαχθέντα ἀνωθεοίη SIG37 A10 (Teos): —Med., repel, repulse, οὗτοι ἦσαν οἱ βασιλέα . . ἀνωσάμενοι Hdt.7.139, cf. 8.109.    3 support, of buoyant water, Olymp. in Mete.81.23, al.    4 metaph., hand over, τὰ πράγματα πρὸς τὸν δῆμον D.C.52.17; refer, τὰς ἐλαττώσεις εἰς τοὺς στρατηγήσαντας Id.Fr.43.18.    5 intr., push one's way up, εἰς τὸ πρόσαντες J.BJ3.7.5.

German (Pape)

[Seite 268] (s. ὠθέω), in die Höhe stoßen, empordrängen; Od. 15. 553 ἀνώσαντες πλέον, sc. ναῦν, nachdem sie das Schiff vom Ufer abgestoßen hatten auf das hohe Meer; πέτραν, hochheben, Plut. Thes. 6; τὴν πόλιν ἐς τοὺς πολεμίους Thuc. 8, 93; pass., Arist. Probl. 23, 4; – med., von sich ab-, zurückstoßen, ἀνωσάμενοί τι Her. 7, 139. 8, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωθέω: μέλλ. ἀνώσω: - ὠθῶ πρὸς τὰ ἄνω ἢ ἐμπρός, ἀνώσαντες [δηλ. τὴν ναῦν] πλέον ἐς πόλιν, ὠθήσαντες αὐτὴν μακρὰν ἀπὸ τῆς ἀκτῆς ἔπλεον εἰς τὴν πόλιν, Ὀδ. Ο. 553· - ὡς τὸ Λατ. protrudere in altum, μηδ’ ἐς τοὺς πολεμίους ἀνῶσαι [τὴν πόλιν], μηδὲ ἐμβαλεῖν τὴν πόλιν ἐς τὰς τῶν πολεμίων χεῖρας, «μηδὲ νὰ τὴν κάμετε νὰ πέση εἰς τὰ χέρια τῶν εχθρῶν» Θουκ. 8. 93: - Παθ., ὠθοῦμαι πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. Πρβλ. 23. 4, 3. 2) ὠθῶ πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839· πέμπω ὀπίσω, ὅστις σῖτον… ἐπαχθέντα ἀνωθεοίη Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 51: - Μέσ., ἀπωθῶ, ἀποκρούω, οὗτοι ἦσαν οἱ… βασιλέα… ἀνωσάμενοι Ἡρόδ. 7. 139, πρβλ. 8. 109.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pousser vers la haute mer;
Moy. ἀνωθέομαι-οῦμαι repousser, acc..
Étymologie: ἀνά, ὠθέω.