ὑπογνάμπτω
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
A bend, ψυχῆς ὁρμήν h.Mart.13.
German (Pape)
[Seite 1213] unten herumbiegen, allmälig, unvermerkt umbiegen, H. h. 7, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογνάμπτω: μέλλ. -ψω, γνάμπτω, κάμπτω ἠρέμα καὶ κατὰ μικρόν, ψυχῆς ὁρμὴν Ὕμν. Ὁμ. 7. 13, πρβλ. ὑποκάμπτω.
French (Bailly abrégé)
courber ou faire fléchir un peu ; réprimer un peu.
Étymologie: ὑπό, γνάμπτω.