ἀπαραλλαξία
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ἡ,
A indistinguishability, Stoic.2.34 (pl.), cf. Phld. Sign.6,37; ὁμοιότης κατ' -ίαν S.E.M.7.108. II unshakable determination, Stoic.3.73.
German (Pape)
[Seite 279] ἡ, das Nichtverschieden-, vollkommen gleich sein, Plut. adv. Stoic. 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραλλαξία: ἡ, τὸ ἀμετάβλητον, Πλούτ. 2. 1077C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 108.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
immutabilité.
Étymologie: ἀπαράλλακτος.