οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home
[Seite 441] p. = βέομαι, Il. 22. 431; βείω Il. 6, 113 = βῶ, conj. von ἔβην.
βείομαι: βείω, ἴδε ἐν λ. βέομαι.
v. βέομαι.