δειλαίνω
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
A to be a coward or cowardly, Arist.EN1107a18, 1137a22, Plot.1.4.15:—Med., Luc.Ocyp.153, Pteb.58.27:—Pass., aor.δειλανθείς· κλεφθείς, ἀπατηθείς, Hsch.; δειλάσαι· δειλιάσαι, Id.
German (Pape)
[Seite 536] zagen, feige sein, Arist. Eth. 2, 6. 5, 13 u. Sp., die auch das med. haben, Luc. Ocyp. 153; Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
δειλαίνω: εἶμαι δειλός, ἄνανδρος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 19., 5. 9, 16· – ὡσαύτως ὡς ἀποθ., Λουκ. Ὠκυπ. 153.
French (Bailly abrégé)
être peureux, être lâche;
Moy. δειλαίνομαι m. sign.
Étymologie: δειλός.