διακομιδή
From LSJ
English (LSJ)
Dor. διακομ-ῐδά, ἡ,
A carrying over, τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Th.3.76. II (from Pass.) passage, voyage, ἐκ Κρήτας εἰς Ῥόδον SIG581.23 (Crete, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 582] ἡ, das Hinüberfahren, Uebersetzen, ἡ τῶν ἀνδρῶν εἰς τὴν νῆσον Thuc. 3, 76.
Greek (Liddell-Scott)
διακομῐδή: ἡ, ἡ μετακόμισις, μεταβίβασις, τινὸς εἰς τόπον Θουκ. 3. 76.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
transport.
Étymologie: διακομίζω.