δημότερος
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
α, ον, poet. for
A δημοτικός 11, A.R.3.606. II = δημόσιος 1.1, χρήματα AP9.693. III = δημόσιος 1.2, common, vulgar, Κύπρις ib.415.2 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 565] p. = δημοτικός; – 1) Bürger, γυναῖκες Ap. Rh. 1, 738. 3, 606. – 2) gemein, Κύπρις Antiphil. 1 (IX, 415). – Auch = δημόσιος; χρήματα, den ἴδια entgeggstzt, Ep. ad. (IX, 693).
Greek (Liddell-Scott)
δημότερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ δημοτικός ΙΙ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 606. ΙΙ. = δημόσιος, κοινός, δημώδης, Κύπρις Ἀνθ. Π. 9. 415.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 du peuple, plébéien;
2 public, commun.
Étymologie: δῆμος.