δορίπονος
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
ον,
A toiling with the spear, bearing the brunt of war, πόλις A.Th.169 (lyr.); ἄνδρες E.El.479 (lyr.); δ. κακά A.Th.628 (lyr.); δ. ἀσπίδες E.IA771 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 658] speerbedrängt; πόλις Aesch. Spt. 153; κακά 610; ἀσπίδες, ἄνδρες, Eur. I. A. 771 El. 479, wo man auch δοριπόνος schreiben kann, mit dem Speere arbeitend, kämpfend.
Greek (Liddell-Scott)
δορίπονος: -ον, πονῶν περὶ τὸ δόρυ, ἀγωνιζόμενος ἐν τῇ μάχῃ, πολεμικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 169, Εὐρ. Ἠλ. 479· δ. κακὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 628· δ. ἀσπὶς Εὐρ. Ι. Α. 771.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brisé ou détruit par la lance.
Étymologie: δόρυ, πένομαι.