ἐρυσίβη
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[ῑ Orph.L. 600], ἡ,
A rust, in corn, Pl.R.609a ; αὐχμοὶ καὶ ἐ. Arist.HA553b20: pl., Pl.Smp.188b, X.Oec.5.18, Thphr.CP3.22.1, etc. II title of Demeter in Lydia, Et.Gud.210.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠσίβη: ῑ, ἡ, «νόσος τις (ἐξ) ἀέρος ἐπιγιγνομένη τοῖς φυτοῖς καὶ καρποῖς» (Ἡσυχ.), Λατ. robigo, ἰδίως προσβάλλουσα τὸν σῖτον, Πλάτ. Πολ. 609Α, ἔτι μᾶλλον τὴν κριθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 14, 14· αὐχμοὶ καὶ ἐρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 3· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Συμπ. 188Β, κτλ. - Κατὰ τὸν Θεόφρ. (π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 2) ἡ δ’ ἐρυσίβη σαπρότης τις. - Κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἐρυσίβη, θηρίδιόν τι ἐν τῷ σίτῳ γινόμενον, ὃ λυμαίνεται τὸν καρπόν. τινὲς νόσον ἐπιγινομένην τοῖς σπέρμασι. ἢ ἡ κονιορτώδης φθορὰ τοῦ σίτου». (Ἐκ τοῦ ἐρυθρός, ὃ ἴδε· πρβλ. μίλτος ΙΙΙ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Ὀρφ. Λιθ. 594).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nielle, rouille du blé.
Étymologie: ἐρεύθω.