ἐμπτύω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπτύω Medium diacritics: ἐμπτύω Low diacritics: εμπτύω Capitals: ΕΜΠΤΥΩ
Transliteration A: emptýō Transliteration B: emptyō Transliteration C: emptyo Beta Code: e)mptu/w

English (LSJ)

   A spit into, ἐς ποταμόν Hdt.1.138; εἰς στόμα ἑρπετοῦ Dsc.4.25.    II spit upon, εἴς τι Ath. 8.345c; εἰς τὸ πρόσωπον PMagd.24.7 (iii B.C.), Plu.2.189a; ἐς τὸ πρόσωπόν τινος Herod.5.76, LXXNu.12.14, Ev.Matt.26.67; εἴς τινα Ev.Matt.27.30: c. dat., Arist.Fr.347, Ev.Marc.10.24, etc.:—Med., LXX De.25.9:—Pass., to be spat upon, Muson.Fr.10p.52H.

German (Pape)

[Seite 818] (s. πτύω), anspeien, hineinspucken; εἴς τι, Plut.; τινί, N. T u. a. Sp. – Pass., ἐμπτυσθῆναι, Huson. Stob. fl. 19, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπτύω: πτύω εἰς, ἐς ποταμὸν Ἡρόδ. 1. 138. ΙΙ. πτύω ἐντός τινος, ἐνέπτυσεν εἰς αὐτὴν (τὴν λοπάδα) Ἀθήν. 345C· τινὶ εἴς τι, τῷ δὲ Φωκίωνι σιωπῇ βαδίζοντι τῶν ἐχθρῶν τις ἐνέπτυσεν ἀπαντήσας εἰς τὸ πρόσωπον Πλούτ. 2. 189Α, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 67· εἴς τινα αὐτόθι κζ΄, 30· τινὶ Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κτλ.: - Μέσ., Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΕ΄, 9): - Παθ., ἐμπτύομαι, λοιδορηθῆναι... ἢ ἐμπτυσθῆναι Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 169. 36.

French (Bailly abrégé)

1 cracher dans;
2 cracher sur : τινι εἰς τὸ πρόσωπον PLUT cracher au visage de qqn.
Étymologie: ἐν, πτύω.