ἐνόδιος
εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant
English (LSJ)
α, ον, Ep. εἰνόδιος, η, ον Il.16.260, and so Trag. in lyr., in fem. εἰνοδία: Thess. Ἐννοδία IG9(2).358, 1286; later ος, ον Paus. 3.14.9:—
A in or on the way, σφήκεσσιν ἐοικότες . . εἰνοδίοις like wasps that have their nests by the way-side, Il.16.260; ἐ. σύμβολοι omens seen on the way, portending good or ill success, A.Pr.487; πόλεις Plu.Aem.8; στάσεις σκηνῶν Id.Ant.9; ὅπλα for use by the way, D.H. 4.48. 2 Subst. ἐνόδια, τά, nets for stopping the pathways, X.Cyn. 6.9. b blisters caused by walking, Thphr.Sud.15. II epith. of divinities, who had their statues by the way-side or at cross-roads, most freq. of Hecate, εἰνοδίας Ἑκάτης S.Fr.535.2; also of Persephone, ἐνοδία θεός Id.Ant.1199; εἰνοδία θυγάτηρ Δάματρος E.Ion 1048; δαίμων ἐνοδία IG14.1390; and Ἐνοδία alone, Hp.Morb.Sacr. 1, E.Hel.570, AP6.199 (Antiphil.), IGIl.cc.; ἡ Ἐνόδιος Paus. l. c., v.l. in Hp.l.c.; also of Hermes, Theoc.25.4, etc.
German (Pape)
[Seite 848] ion. u. ep. εἰνόδιος, auch bei att. Dichtern, 2 u. 3 Endgn; im, am Wege; σφῆκες, die ihr Nest am Wege haben, Il. 16, 259; σύμβολοι Aesch. Prom. 485; sp. D.; auch in Prosa, ὅπλα, die man auf dem Marche mit sich führt, D. Hal. 4, 48, τὰ ἐνόδια, sc. δίκτυα, die auf die Wege gestellt werden, Xen. Cyn. 6, 9; πόλεις ἐνόδιαι, am Wege gelegen, Plut. Aem. Paul. 8. – Bes. von Göttern, den Weg beschützend, Ἑρμῆς Theocr. 25, 4 u. A.; ἡ ἐνοδία θεός Soph. Ant. 1184 ist Hekate, die Plat. ἐνοδίαν δαίμονα nennt, Legg. XI, 914 b; vgl. Inscr. 26; auch allein Ἐνοδία, Eur. Hel. 570; vgl. Polyaen. 8, 43, 1; Paus. 3, 14, 9. Bei Antiphil. 5 (VI, 199) Artemis.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνόδιος: -α, -ον, καὶ Ἐπικ. εἰνόδιος, -η, -ον, Ὅμ., οὕτω καὶ οἱ Τραγ. ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις, ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ θηλ. εἰνοδία, μεταγν. ὡσαύτως ος, ον, Παυσ. 3. 14, 9· (ὁδός): - ἐν τῇ ὁδῷ ἢ κατὰ τὴν ὁδόν, Λατ. vialis, σφήκεσσιν ἐοικότες... εἰνοδίοις, «τοῖς τὴν σφηκιὰν ἔχουσι παρὰ τὴν ὁδόν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 260· ἐνοδίους τε συμβόλους, «τὰ κατὰ τὴν ὁδὸν συναντήματα, δι’ ὧν δεῖ συμβάλλειν καὶ μαντεύεσθαι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 487· πρβλ. Ὁράτ. ᾨδ. 3. 27· ἐνόδιοι πόλεις Πλουτ. Αἰμίλ. 8· στάσεις σκηνῶν ὁ αὐτ. Ἀντών. 9· ἐνόδια ὅπλα, πρὸς χρῆσιν ἐν τῇ ὁδῷ, Διον. Ἁλ. 4. 48. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐνόδια, τά, δίκτυα θηρευτικὰ πρὸς ἀποκλεισμὸν τῶν ὁδῶν, ἐμβάλλετο δὲ τὰ ἐνόδια εἰς τὰς ὁδοὺς Ξεν. Κυν. 6. 9. β) ἕλκη προξενούμενα ἐκ μακρᾶς ὁδοιπορίας ἢ ἄλλης κοπιώδους κινήσεως, ὅτι δὲ κινήσεις καὶ πόνοι ποιοῦσιν ἐνίοις τὰ τοιαῦτα (ἕλκη) φανερὸν ἐκ τῶν ἐνοδίων καλουμένων, κτλ., Θεοφρ. π. Ὑδρώτων 15. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. θεῶν τινων ὧν τὰ ἀγάλματα ἴσταντο παρὰ τὴν ὁδὸν ἢ ἐν ταῖς τριόδοις, Λατ. triviales, οἷον ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, εἰνοδίας Ἑκάτης Σοφ. Ἀποσπ. 480· ἐνοδία θεὸς ὁ αὐτ. Ἀντ. 1199· εἰνοδία θυγάτηρ Δάματρος Εὐρ. Ἴων 1048· δαίμων ἐνοδία Συλλ. Ἐπιγρ. 26, καὶ Ἐνοδία μόνον = Τριοδῖτις, Λατ. Trivia, Εὐρ. Ἑλ. 570· ἡ Ἐνόδιος Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Θεόκρ. 25. 4, κτλ.· πρβλ. Ἀγυιεύς. - ἐνόδιον, τό, προσευχὴ πρὶν ἐξέλθῃ τις εἰς ὁδοιπορίαν, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 518Α.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 qui se trouve sur la route : πόλεις PLUT villes situées sur le passage (d’une armée, d’un voyageur) ; σύμβολοι ESCHL présages qu’on rencontre sur la route;
2 qui concerne un trajet ; protecteur des routes (Hermès) ; ἡ ἐνοδία θεός SOPH la déesse protectrice des routes (Hécate) ; abs. ἡ Ἐνοδία m. sign.
Étymologie: ἐν, ὁδός.