εὐμελής
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
ές,
A melodious, μουσική Arist.Pol. 1341b26, Sopat.10; opp. ἐμμελής (metrical), D.H.Comp.11, etc.: generally, agreeable, συμπόσια Pl.Ax.371d. Adv. -λῶς gracefully, Machoap. Ath.13.577d. II with stout limbs, Ael.Fr.110.
German (Pape)
[Seite 1080] ές, 1) mit guter Modulation, wohlklingend, Sopat. bei Ath. IV, 175 c; μουσικὴ εὐμελής, neben εὔρυθμος, Arist. pol. 8, 7; D. Hal. C. V. 11. – 21 von guten Gliedern, γέρων εὐπαγὴς καὶ εὐμελής Ael. bei Suid. – 31 (μέλομαι) wohl besorgt, συμπόσια Plat. Ax. 371 d. –. Adv., auf seine Weise, Macho Ath. VIII, 577 d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμελής: -ές, μελῳδικός, εὔηχος, ῥυθμικός, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ ἐμμελής (ἔμμετρος), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· καθόλου, εὐάρεστος, συμπόσιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
harmonieux, mélodieux.
Étymologie: εὖ, μέλος II.
2ής, ές :
aux membres robustes.
Étymologie: εὖ, μέλος I.
3ής, ές :
bien soigné.
Étymologie: εὖ, μέλομαι.