καρός
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος, Hsch. κάρουα, Lacon.,
A = κάρυα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
καρός: «κωφός. οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἢ φθορὰ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
sommeil profond, engourdissement.
Étymologie: DELG κάρ, idée de « avoir la tête lourde ».
2v. κάρ².