κλεῖστρον
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
τό,
A = κλεῖθρον, Luc.Tox.57, PMag.Osl.1.317:—Dor. κλάϊστρον [ᾱ], γλεφάρων ἁδὺ κ. Pi.P.1.8; κλᾷσθρον, Hsch. (κλάσθεον cod.).
German (Pape)
[Seite 1448] τό, Schloß, claustrum, Luc. Toz. 57; dor. κλαΐστρον, γλεφάρων ἁδύ Pind. P. 1, 8. Vgl. κλεῖθρον.
Greek (Liddell-Scott)
κλεῖστρον: τό, = κλεῖθρον, κλῇθρον, Λατ. claustrum, Λουκ. Τόξαρ. 57· ― Δωρ. κλάϊστρον, Πινδ. Π. 1. 14· παρ’ Ἡσυχ. κλᾷσθρον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. κλεῖθρον.