μηριαῖος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
α, ον, (μηρός)
A of or belonging to the thigh, μυελός Hippiatr. 12; ὀστᾶ Sch.Il.1.40: Subst., αἱ μ. the thighs, of the horse, X.Eq. 11.4; of the dog, Id.Cyn.4.1.
German (Pape)
[Seite 177] zu den Schenkeln gehörig, an den Schenkeln; ὀστᾶ, Schol. Il. 1, 40; Xen. Hipp. 11, 4; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μηριαῖος: -α, -ον, (μηρὸς) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μηρόν, Λατ. femoralis, τὰ μ. ὀστᾶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40· αἱ μηριαῖαι, οἱ μηροί, τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 4· τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de la cuisse ; ἡ μηριαία cuisse d’un cheval ou d’un chien.
Étymologie: μηρός.