νεοττεία
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
etc.,
A v. νεοσσ-.
German (Pape)
[Seite 245] ἡ, = Folgdm, Arist. H. A. 6, 1, v. l. für νεοττιά.
Greek (Liddell-Scott)
νεοττεία: ἡ, = νεόττευσις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
nid.
Étymologie: νεοττεύω.