παλιγκάπηλος

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιγκάπηλος Medium diacritics: παλιγκάπηλος Low diacritics: παλιγκάπηλος Capitals: ΠΑΛΙΓΚΑΠΗΛΟΣ
Transliteration A: palinkápēlos Transliteration B: palinkapēlos Transliteration C: paligkapilos Beta Code: paligka/phlos

English (LSJ)

[κᾰ], ὁ,

   A retailer of imported produce, Ar.Pl.1156 (ὁ ἀπὸ τοῦ ἐμπόρου ἀγοράζων καὶ πωλῶν Sch.): metaph., π. πονηρίας D.25.46.

German (Pape)

[Seite 448] ὁ, Wiederverkäufer, Höker, der die eingehandelten Waaren im Kleinen wieder verkauft, VLL. u. Schol. Ar. Plut. 1156; übertr., πονηρίας, Dem. 25, 45 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιγκάπηλος: ὁ, ὁ ἀγοράζων ἐμπορεύματα καὶ μεταπωλῶν αὐτὰ «λιανικῶς», μεταπράτης, Ἀριστοφ. Πλ. 1156· π. πονηρίας Δημ. 784. 9· πρβλ. παλιμπράτης. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιγκάπηλος· ὁ μετάβολος, ὁ τὸ αὐτὸ ἀεὶ ἀγοράζων καὶ πωλῶν».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
revendeur.
Étymologie: πάλιν, κάπηλος.