παραφθείρω

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφθείρω Medium diacritics: παραφθείρω Low diacritics: παραφθείρω Capitals: ΠΑΡΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: paraphtheírō Transliteration B: paraphtheirō Transliteration C: paraftheiro Beta Code: parafqei/rw

English (LSJ)

   A destroy, corrupt, spoil, τὴν ἀρχαίαν μουσικήν Artemo 11 ; τὸν λόγον A.D.Synt.82.20 ; τὴν ἀγορὰν τῶν ὠνίων SIG799.22 (Cyzicus, i A.D.).    2 debase, νόμισμα, φιλοσοφίαν, Philostr.VA2.29.    3 alter, corrupt, τὴν ἄρχουσαν (sc. συλλαβήν) St.Byz.s.v. Μέγαρα, cf. Eust.1532.1.    4 lose, τὸ ε A.D.Synt.134.8 ; τὴν εὐθεῖαν lose its nominative force (of τύ), ib.15.13.    II Pass., with pf. παρέφθορα : aor. 2 παρεφθάρην :—to be destroyed or spoilt, οἱ παρεφθαρμένοι στάχυες Ph.2.57 ; τῆς γῆς παρεφθορυίας Philostr. Her.10.4 ; παρεφθορὸς ὕδωρ Id.Im.2.5 ; παρεφθορὼς τὸ λογιστικόν demented, A.D. Synt.292.4 ; of character, ὑπό τινος -εφθορέναι Philostr.VS1.16.2.    2 to be lost, αἱ φωναὶ παραφθαρεῖσαι A.D.Adv.164.26 (but παραφθαρεὶς τὴν φωνήν having lost one's voice, Plu.2.848b).    3 become obsolete, τὰ τῆστοιαύτης χρήσεως παρεφθάρη A.D.Synt.139.25 ; περὶ παρεφθορυίας λέξεως, title of work by Didymus, Ath.9.368b ; fall into desuetude, νόμος ἄρτι παρεφθάρη Lyd. Mag.2.15.

German (Pape)

[Seite 506] (s. φθείρω), leicht od. obenhin verderben, verfälschen, Jac. Philostr. Imagg. p. 426; παρεφθορυῖα λέξις, Ath. IX, 368 b, u. öfter bei Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

παραφθείρω: φθείρω ἐν μέρει, φθείρω κἄπως, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 139, Τζέτζ. ΙΙ. Παθ., μετὰ πρκμ. παρέφθορα, ἐν μέρει φθείρομαι, καταστρέφομαι, παρεφθορυῖα γῆ Φιλόστρ. 711· π. ὕδωρ ὁ αὐτ. 815· παραφθαρεὶς τὴν φωνήν, ὁ ἀπολέσας τὴν φωνήν του, Πλούτ. 2. 848Β· παρεφθορότος τοῦ λογιστικοῦ Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 288· ἐπὶ χαρακτῆρος, Φιλόστρ. 501· ὁ Δίδυμος ἔγραψε ἐπὶ παρεφθορυίας λέξεως.

French (Bailly abrégé)

pf. παρέφθορα;
Pass. ao.2 παρεφθάρην;
corrompre légèrement ou en partie : παραφθαρεὶς τὴν φώνην PLUT qui a une altération de la voix, qui balbutie.
Étymologie: παρά, φθείρω.